- πικάρισμα
- το, Ν [πικάρω/πικαρίζω]1. πείραγμα, πρόκληση θυμού ή πείσματος2. πείσμα, θυμός3. συγκόλληση χημικού λιθογραφικού φύλλου χαρτιού επάνω σε άλλο με διάτρηση και όχι με κολλητική ουσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πικάρισμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του πικάρω, πείραγμα, πεισμάτωμα: Του έκανες απαράδεχτο πικάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούρκισμα — το, ατος 1. απαγχονισμός, κρέμασμα, κρεμάλα, φούρκα. 2. εξόργιση, άναμμα θυμού χωρίς εκδηλώσεις παραφοράς, πεισμάτωμα, πικάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)